- ἐπηρυθρία
- ἐπηρυθρίᾱ , ἐπί-ἐρυθριάωblushimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπηρυθρίασε — ἐπηρυθρίᾱσε , ἐπί ἐρυθριάω blush aor ind act 3rd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)